- κραδη
- κράδη(ᾰ) ἥ1) ветка фигового дерева Hes., Eur., Arph.2) фиговое дерево, смоковница Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κράδη — quivering spray at the end of a branch fem nom/voc sg (attic epic ionic) κραδάω suffer from blight pres imperat act 2nd sg (doric) κραδάω suffer from blight pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) κραδάω suffer from blight imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδῃ — κράδη quivering spray at the end of a branch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… … Dictionary of Greek
κράδαι — κράδη quivering spray at the end of a branch fem nom/voc pl κράδᾱͅ , κράδη quivering spray at the end of a branch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδηι — κράδῃ , κράδη quivering spray at the end of a branch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδῶν — κράδη quivering spray at the end of a branch fem gen pl κραδάω suffer from blight pres part act masc voc sg κραδάω suffer from blight pres part act neut nom/voc/acc sg κραδάω suffer from blight pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κραδάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδαις — κράδη quivering spray at the end of a branch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδην — κράδη quivering spray at the end of a branch fem acc sg (attic epic ionic) κραδάω suffer from blight imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κραδάω suffer from blight imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδης — κράδη quivering spray at the end of a branch fem gen sg (attic epic ionic) κραδάω suffer from blight pres ind act 2nd sg κραδάω suffer from blight imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδῃσι — κράδη quivering spray at the end of a branch fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδώ — (I) κραδῶ, άω (Α) κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη]. (II) κραδῶ, άω (Α) (για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. τού κράδη] … Dictionary of Greek